- αλάκκιαστος
- -η, -ο(για το έδαφος, τους δρόμους κ.λπ.)1. αυτός που δεν έχει λάκκους, αλακκούβωτος, αλάκκωτος2. αυτός στον οποίο δεν έσκαψαν λάκκους (για να φυτέψουν κάτι)3. που δεν προσφέρεται για λάκκιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *λακκιάζω, πρβλ. μσν. λακκίζω < λάκκος].
Dictionary of Greek. 2013.